infestation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
infestation | infestations |
infestation (fr) θηλυκό
- η λοίμωξη
ενικός | πληθυντικός |
infestation | infestations |
infestation (fr) θηλυκό