ingredient
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ingredient | ingredients |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ingredient (en)
- το συστατικό, το υλικό, ένα από τα πράγματα από τα οποία γίνεται κάτι, ειδικά ένα από τα τρόφιμα που χρησιμοποιούνται μαζί για την παρασκευή ενός συγκεκριμένου πιάτου
- ↪ a medicine with dangerous ingredients - φάρμακο με επικίνδυνα συστατικά
- ↪ The main ingredient in the purée is potato.
- Το κύριο συστατικό του πουρέ είναι η πατάτα.
- ↪ She always uses good ingredients in her food.
- Χρησιμοποιεί πάντα καλά υλικά στα φαγητά της.
- ↪ What ingredients are needed for the cake?
- Τι υλικά χρειάζονται για την τούρτα;