insecticide
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insecticide | insecticides |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
insecticide (en)
- το εντομοκτόνο, το απεντομωτικό
- ↪ a strain of mosquitoes that have gained resistance to insecticides - είδος κουνουπιών που έχουν αποκτήσει αντοχή στα εντομοκτόνα
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insecticide | insecticides |
insecticide (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insecticide | insecticides |
insecticide (fr) αρσενικό
- το εντομοκτόνο