insulaire
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
insulaire | insulaires |
= Επίθετο[επεξεργασία]
insulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό=[επεξεργασία]
insulaire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο νησιώτης, η νησιώτισσα