intarissable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.ta.ʁi.sabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
intarissable | intarissables |
intarissable (fr) αρσενικό ή θηλυκό