intelligence

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intelligence (en) (μη μετρήσιμο)

  1. η ευφυΐα, η νοημοσύνη, η εξυπνάδα, η ικανότητα να μαθαίνει, να κατανοεί και να σκέφτεται με λογικό τρόπο τα πράγματα· η ικανότητα να το κάνει αυτό καλά
    Don’t underestimate my intelligence.
    Μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.
  2. οι πληροφορίες

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.li.ɑ̃s/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

intelligence (fr)

  1. η εξυπνάδα
  2. η νόημα
  3. η νοημοσύνη
  4. η διανόηση
  5. η ευφυΐα

Δείτε επίσης[επεξεργασία]