intelligence
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intelligence (en) (μη μετρήσιμο)
- η ευφυΐα, η νοημοσύνη, η εξυπνάδα, η ικανότητα να μαθαίνει, να κατανοεί και να σκέφτεται με λογικό τρόπο τα πράγματα· η ικανότητα να το κάνει αυτό καλά
- ↪ Don’t underestimate my intelligence.
- Μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.
- ↪ Don’t underestimate my intelligence.
- οι πληροφορίες
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.li.ɑ̃s/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
intelligence (fr)