interligne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interligne | interlignes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
interligne (fr) αρσενικό
- το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός κειμένου
- το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός τετραδίου
- (μουσική) το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές μιας παρτιτούρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
interligne | interlignes |
interligne (fr) θηλυκό