interligne

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interligne interlignes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

interligne (fr) αρσενικό

  1. το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός κειμένου
  2. το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές ενός τετραδίου
  3. (μουσική) το διάστημα ανάμεσα στις γραμμές μιας παρτιτούρας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
interligne interlignes

interligne (fr) θηλυκό

  1. (τυπογραφία) μεταλλικό έλασμα που χώριζε και διατηρούσε τις γραμμές κειμένου