involutif
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | involutif | involutifs |
θηλυκό | involutive | involutives |
Επίθετο[επεξεργασία]
involutif (fr)
- (μαθηματικά) σχετικός με μια παρεμβολή
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη involution