ionisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /jɔ.ni.za.sjɔ̃/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ionisation | ionisations |
ionisation (fr) αρσενικό
- ο ιονισμός