irrévocabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
irrévocabilité | irrévocabilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
irrévocabilité (fr) θηλυκό
- το αμετάκλητο μιας κατάστασης
ενικός | πληθυντικός |
irrévocabilité | irrévocabilités |
irrévocabilité (fr) θηλυκό