irrigable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]irrigable (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
irrigable | irrigables |
Επίθετο
[επεξεργασία]irrigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό