irrigable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]

irrigable (en)

  1. αρδεύσιμος



      ενικός         πληθυντικός  
irrigable irrigables

Επίθετο

[επεξεργασία]

irrigable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αρδεύσιμος