irritabilité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
irritabilité | irritabilités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
irritabilité (fr) θηλυκό
- η οξυθυμία
ενικός | πληθυντικός |
irritabilité | irritabilités |
irritabilité (fr) θηλυκό