irruption
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
irruption | irruptions |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
irruption (fr) θηλυκό
- η εισβολή
ενικός | πληθυντικός |
irruption | irruptions |
irruption (fr) θηλυκό