kératine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από το κέρας, κέρατο.
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
kératine | kératines |
kératine (fr) θηλυκό
Από το κέρας, κέρατο.
ενικός | πληθυντικός |
kératine | kératines |
kératine (fr) θηλυκό