laborantin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
laborantin | laborantins |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
laborantin (fr) αρσενικό
- o παρασκευαστής φαρμακευτικού εργαστηρίου
ενικός | πληθυντικός |
laborantin | laborantins |
laborantin (fr) αρσενικό