larbin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- (1827) larbin < → δείτε τη λέξη habin
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | larbin | larbins |
θηλυκό | larbine | larbines |
larbin (fr) αρσενικό
- ο δούλος