laryngologue

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
laryngologue laryngologues

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

laryngologue (fr) αρσενικό ή θηλυκό