lefty

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Lefty

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
lefty lefties

Ετυμολογία [επεξεργασία]

lefty < left + -y

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

lefty (en)

  • (ανεπίσημο) αριστερόχειρας
    Writing with a pencil may be more difficult for lefties.
    Το γράψιμο με μολύβι ενδέχεται να είναι πιο δύσκολο για τους αριστερόχειρες.

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • Lefty (παρωνύμιο)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]