level off

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας level off
γ΄ ενικό ενεστώτα levels off
αόριστος leveled off
παθητική μετοχή leveled off
ενεργητική μετοχή leveling off

Ετυμολογία [επεξεργασία]

level off < → δείτε τις λέξεις level και off

Ρήμα[επεξεργασία]

level off (en)

  • οριζοντιώνω, σταματώ να ανεβαίνω ή να πέφτω και παραμένω οριζόντια
    The pilot leveled off the aircraft at 10,000 feet.
    Ο πιλότος οριζοντίωσε το σκάφος του στα 10.000 πόδια.

Πηγές[επεξεργασία]