liczyć
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlʲit͡ʃ̑ɨʨ̑/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
liczyć (pl)
- μετράω, μετρώ:
- αριθμώ (ένα, δύο, τρια...)
- με υπολογίζουν
- αριθμώ, απαριθμώ:
- περιέχω συγκεκριμένο (ή αόριστο) αριθμό πραγμάτων
- υπολογίζω:
- κάνω αριθμητικές πράξεις