liczyć

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈlʲit͡ʃ̑ɨʨ̑/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

liczyć (pl)

  1. μετράω, μετρώ:
    • αριθμώ (ένα, δύο, τρια...)
    • με υπολογίζουν
  2. αριθμώ, απαριθμώ:
    • περιέχω συγκεκριμένο (ή αόριστο) αριθμό πραγμάτων
  3. υπολογίζω:
    • κάνω αριθμητικές πράξεις

Συγγενικά[επεξεργασία]