lined
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
lined (en)
- ο παρατεταγμένος, σε σειρά
- χαρτί, σελίδα που έχει ευθείες γραμμές
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
lined (en)