line
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- line < (κληρονομημένο) μέση αγγλική line / lyne < αγγλοσαξονική līne < πρωτογερμανική *līnǭ / *līną (λινάρι, λινός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *līno- (λινάρι)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
line | lines |
line (en)
- η αράδα, μια σειρά λέξεων σε μια σελίδα ή τον κενό χώρο όπου μπορούν να γραφτούν· τα λόγια ενός τραγουδιού ή ποιήματος ή άλλου γραπτού
- ↪ The printer left out two lines.
- Ο εκτυπωτής παρέλειψε δυο αράδες.
- ↪ The printer left out two lines.
- η γραμμή
- η σειρά
- (παρωχημένο) λινάρι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Παράγωγα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | line |
γ΄ ενικό ενεστώτα | lines |
αόριστος | lined |
παθητική μετοχή | lined |
ενεργητική μετοχή | lining |
line (en)
- έχω κάτι στις άκρες μου, σχηματίζω γραμμές ή σειρές κατά μήκος κάτι
- ↪ The road was lined with trees.
- Ο δρόμος είχε δέντρα στις άκρες του.
- ↪ The road was lined with trees.
Πηγές[επεξεργασία]
- line (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- line (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη
Κατηγορίες:
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση αγγλική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλοσαξονικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Παρωχημένοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)