listériose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
listériose | listérioses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
listériose (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
listériose | listérioses |
listériose (fr) θηλυκό