lithographe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
lithographe | lithographes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
lithographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
lithographe | lithographes |
lithographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό