loose change

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

loose change < → δείτε τις λέξεις loose και change

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

loose change (en) (μη μετρήσιμο)

  • τα λιανά, τα ψιλά, κέρματα που έχω σε μια τσέπη ή μια τσάντα
    Don’t keep loose change in your pocket.
    Μη βάζεις τα λιανά έτσι στην τσέπη σου.

Πηγές[επεξεργασία]