mélophage
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mélophage < λατινική melophagus < αρχαία ελληνική μῆλον + φάγος
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mélophage | mélophages |
mélophage (fr) αρσενικό
- (εντομολογία) ο μηλοφάγος