mırlamak
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mırlamak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική مرلامق (mırlamak) (δείτε και مرل (μουρμούρισμα σα γκρίνια)) < (ηχομιμητική λέξη) مر (mır mır)
Ρήμα[επεξεργασία]
mırlamak (en)
- γουργουρίζω, ρονρονίζω όπως η γάτα με επαναλαμβανόμενο ήχο mır mır
Συγγενικά[επεξεργασία]
- mırıldanmak (ψιθυρίζω)
- mırıl mırıl
- mırıltı (απροσδιόριστο μουρμούρισμα)
→ και δείτε τη λέξη mırıl
[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- mırlamak - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
- σελ. 1815 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).