macromolécule
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
macromolécule | macromolécules |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
macromolécule (fr) θηλυκό
- (χημεία) το μακρομόριο
ενικός | πληθυντικός |
macromolécule | macromolécules |
macromolécule (fr) θηλυκό