mammella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mammella | mammelle |
mammella (it)
- (ανατομία) το γυναικείο στήθος
ενικός | πληθυντικός |
mammella | mammelle |
mammella (it)