maquillé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- maquillé < maquiller
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | maquillé | maquillés |
θηλυκό | maquillée | maquillées |
maquillé (fr)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη maquiller