marbrier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- marbrier < marbre
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
marbrier | marbriers |
marbrier (fr) αρσενικό
- ο μαρμαράς
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | marbrier | marbriers |
θηλυκό | marbrière | marbrières |
marbrier (fr)
- σχετικός με το μάρμαρο