marchioness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
marchioness | marchionesses |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
marchioness (en) (αρσενικό marquess ή marquis)
- η μαρκησία
ενικός | πληθυντικός |
marchioness | marchionesses |
marchioness (en) (αρσενικό marquess ή marquis)