market maker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
market maker | market makers |
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
market maker (en) αρσενικό
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- market maker στην αγγλική Βικιπαίδεια