masterisation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
masterisation | masterisations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
masterisation (fr) θηλυκό
- → δείτε τη λέξη mastérisation
ενικός | πληθυντικός |
masterisation | masterisations |
masterisation (fr) θηλυκό