mauvaise langue
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mauvaise langue | mauvaises langues |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
mauvaise langue (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- που αρέσκεται να κακολογεί τους άλλους
- κακόγλωσσος