maximum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
maximum (en) (χωρίς παραθετικά)
- μέγιστος
- ↪ The maximum weight of the suitcase is ten kilos.
- Το μέγιστο βάρος της βαλίτσας είναι δέκα κιλά.
- ↪ The maximum weight of the suitcase is ten kilos.
Πηγές[επεξεργασία]
- maximum (adjective) - Oxford Learner's Dictionaries
- maximum (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- maximum (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
maximum | maxima και maximums |
maximum (fr) αρσενικό
- το μάξιμουμ, το άκρον άωτον
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
maximum | maxima και maximums |
maximum (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- Σύμφωνα με την παραδοσιακή ορθογραφία, ο πληθυντικός είναι maxima.
- Η μεταρρύθμιση της ορθογραφίας του 1990, στον ενικό προτείνει την απλούστευση του πληθυντικού σε maximums.
- Όμως και οι δύο ορθογραφίες θεωρούνται σωστές, εφόσον η μεταρρύθμιση δεν έχει υποχρεωτικό χαρακτήρα.