meĉo
(Ανακατεύθυνση από mecho)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- meĉo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meĉo | meĉoj |
αιτιατική | meĉon | meĉojn |
meĉo (eo)
- το φυτίλι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | meĉo | meĉoj |
αιτιατική | meĉon | meĉojn |
meĉo (eo)