melee

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
melee melees

Ετυμολογία [επεξεργασία]

melee < μέσος 17ος αιώνας (άμεσο δάνειο) γαλλική mêlée < από μία παλαιογαλλική παραλλαγή του meslee. Δείτε και medley

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈmɛleɪ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

melee (en)

  1. άτακτη μάχη, συμπλοκή
  2. όχλος σε σύγχυση