mendicité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mendicité | mendicités |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mendicité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
mendicité | mendicités |
mendicité (fr) θηλυκό