minerve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
minerve | minerves |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
minerve (fr) θηλυκό
- το κολάρο
Δείτε επίσης : Minerve |
ενικός | πληθυντικός |
minerve | minerves |
minerve (fr) θηλυκό