minorité
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mi.nɔ.ʁi.te/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
minorité | minorités |
minorité (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
minorité | minorités |
minorité (fr) θηλυκό