miroitant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- miroitant < miroiter
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | miroitant | miroitants |
θηλυκό | miroitante | miroitantes |
miroitant (fr)
- που λαμπυρίζει