mise en examen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mise en examen | mises en examen |
mise en examen (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
mise en examen | mises en examen |
mise en examen (fr) θηλυκό