mistella
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mistella | mistelle |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /miˈstɛl.la/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mistella (it) θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- mistella - Vocabolario Treccani online, Istituto della Enciclopedia Italiana (Istituto Treccani).