mobilisateur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mobilisateur < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /mɔ.bi.li.za.tœʁ/
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mobilisateur | mobilisateurs |
θηλυκό | mobilisatrice | mobilisatrices |
mobilisateur (fr)
- (στρατιωτικός όρος) υπεύθυνος της κινητοποίησης
- που μπορεί να κινητοποιεί