morcellement
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
morcellement | morcellements |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
morcellement (fr) αρσενικό
- (παραδοσιακή ορθογραφία) κομμάτιασμα
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- (ορθογραφία του 1990) morcèlement