morpheme
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
morpheme | morphemes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- morpheme < (άμεσο δάνειο) γαλλική morphème < morph- (< αρχαία ελληνική μορφή, morph-) + -ème (-eme)[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈmɔː(ɹ)fiːm/
- ⓘ (βρετανικό)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
morpheme (en)
- (γλωσσολογία) το μόρφημα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- allomorph
- morphemic & σύνθετα
- morphemically
- morpho-
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (αγγλικά)
- Λέξεις με πρόθημα morph- (αγγλικά)
- Λέξεις με επίθημα -eme (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Γλωσσολογία (αγγλικά)