mother
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mother | mothers |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
mother (en)
- (οικογένεια) η μητέρα
Σύνθετα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- mom (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο)
- mum (βρετανικά αγγλικά, ανεπίσημο)
- mommy (αμερικανικά αγγλικά, παιδική γλώσσα)
- mummy (βρετανικά αγγλικά, παιδική γλώσσα)