motocicletta

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

motocicletta < σύνθετο από τα moto, movimento ή motore, cicletta, biciclo-bicicletta

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
motocicletta motociclette

motocicletta (it) θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]