mountaineering
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- mountaineering < mountaineer + -ing
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
mountaineering | mountaineerings |
mountaineering (en)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
mountaineering (en)